μυσπολώ

μυσπολώ
μυσπολῶ, -έω (Α)
περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + -πολῶ (< -πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα-πολώ, ονειρο-πολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”